- νοητών
- νοητῶν, -οῡσα, -όν (Μ)νοερός, νοητός.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη < νοητός + μετοχική κατάλ. -ών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοητῶν — νοητός falling within the province of fem gen pl νοητός falling within the province of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανειδωλοποιία — ἀνειδωλοποιία, η (Α) ο σχηματισμός νοητών εικόνων, το να πλάθει κανείς εικόνες με τη φαντασία του … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
υποτύπωση — η / ὑποτύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποτυπῶ/ ώνω] παρουσίαση σε σχέδιο, σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα νεοελλ. 1. (τοπογρ.) η απεικόνιση τού εδάφους, με τα οριζόντια και κατακόρυφα χαρακτηριστικά του, υπό κλίμακα, συνήθως, 1:20.000 ή 1:50.000, η οποία… … Dictionary of Greek